- ευκαιρία
- шанcа
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
εὐκαιρία — εὐκαιρίᾱ , εὐκαιρία good season fem nom/voc/acc dual εὐκαιρίᾱ , εὐκαιρία good season fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκαιρία — η (ΑΜ εὐκαιρία, Α ιων. τ. εὐκαιρίη) [εύκαιρος] 1. κατάλληλος καιρός, ευνοϊκή περίσταση για κάτι (α. «τὴν εὐκαιρίαν διαφυλάττειν» β. «βρήκε ευκαιρία και πλούτισε») 2. χρόνος διαθέσιμος (α. «κατὰ πολλὴν εὐκαιρίαν καὶ σχολήν» β. «μόλις βρω ευκαιρία … Dictionary of Greek
εὐκαιρίᾳ — εὐκαιρίαι , εὐκαιρία good season fem nom/voc pl εὐκαιρίᾱͅ , εὐκαιρία good season fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκαιρία — η 1. καιρός κατάλληλος, περίσταση ευνοϊκή: Δε βρήκα ευκαιρία να του μιλήσω. 2. χρόνος διαθέσιμος: Μόλις βρω ευκαιρία θα σου γράψω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐκαιρίας — εὐκαιρίᾱς , εὐκαιρία good season fem acc pl εὐκαιρίᾱς , εὐκαιρία good season fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαιρίαι — εὐκαιρία good season fem nom/voc pl εὐκαιρίᾱͅ , εὐκαιρία good season fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαιρίαν — εὐκαιρίᾱν , εὐκαιρία good season fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαιρίαις — εὐκαιρία good season fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαιρίη — εὐκαιρία good season fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαιρίην — εὐκαιρία good season fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαιρίης — εὐκαιρία good season fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)